ὠνῇ

ὠνῇ
ὠνέομαι
buy
pres subj mp 2nd sg
ὠνέομαι
buy
pres ind mp 2nd sg
ὠνή
buying
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὠνή — buying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • ὠνῆι — ὠνῇ , ὠνέομαι buy pres subj mp 2nd sg ὠνῇ , ὠνέομαι buy pres ind mp 2nd sg ὠνῇ , ὠνή buying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠναῖς — ὠνή buying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠναί — ὠνή buying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνῆς — ὠνή buying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνήν — ὠνή buying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνῶν — ὠνή buying fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωνικός — ή, όν, ΜΑ [ὠνή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωνή, στην αγορά, ή ο κατάλληλος για αγορά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠνικόν ωνή, αγορά …   Dictionary of Greek

  • ιονόνη — ἡ χημ. συνοπτική ονομασία ισομερών κετονών που περιγράφονται από τον μοριακό τύπο C13H20O. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionone < ion (πρβλ. ἴον) + κατάλ. one (πρβλ. αρχ. ελλ. κατάλ. ώνη, όπως στο ανεμ ώνη) χαρακτηριστική τής χημικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”